- άσκημος
- -η, -ο (Μ ἄσκημος, -ον)βλ. άσχημος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άσκημος — η, ο 1. οκακοφτιαγμένος, ο δύσμορφος: Είναι πολύ άσκημος άνθρωπος. 2. απρεπής, αισχρός: Ο γιος σου έλεγε πολύ άσκημα λόγια. 3. δυσάρεστος, επικίνδυνος: Η αρρώστια που έχει το παιδί είναι πολύ άσκημη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… … Dictionary of Greek
ασκημάδι — και ασχη , το [άσκημος] το ελάττωμα, το κουσούρι … Dictionary of Greek
ασκημούλης — α, ικο ο λιγάκι άσκημος, ο κάπως δύσμορφος … Dictionary of Greek
ασκημόθωρος — η, ο αυτός που έχει άσχημη εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσκημος + θωριά] … Dictionary of Greek
σωστός — ή, ό, ΝΑ νεοελλ. 1. άρτιος, χωρίς ατέλειες ή ελλείψεις (α. «σωστό είναι το ποσό» β. «σωστά τα μέλη αν έχει, γή όμορφος γή άσκημος», Ερωτόκρ.) 2. ακριβής, πλήρης («μια σωστή δουλειά δεν κάνει») 3. ορθός (α. «σωστό το συμπέρασμα» β. «δεν ακολούθησε … Dictionary of Greek
άσχημος — η, ο βλ. άσκημος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασκημαίνω — υνα 1. κάνω κάτι άσκημο: Με τις προσθήκες που έκανες τ ασκήμυνες το σπίτι. 2. γίνομαι άσκημος: Το παιδί όσο μεγαλώνει ασκημαίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασκημιά — ασκημιά, η και ασκήμια, η το να είναι κανείς άσκημος: Τέτοια ασκήμια σε άντρα δεν ξαναείδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)